- παμμείλιχος
- παμμείλιχος, -ον (Α)ο πάρα πολύ μειλίχιος, πραότατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + μείλιχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παμμείλιχος — exceeding mild masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek